• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
tense up vi + adv (person: become anxious)γίνομαι νευρικός ρ έκφρ
  αγχώνομαι ρ αμ
  (καθομιλουμένη, μτφ)τσιτώνω ρ αμ
 Helen tensed up as the doctor approached with her results.
tense up vi + adv (muscle: become taut or clenched)σφίγγομαι ρ αμ
  συσπώμαι ρ αμ
  (καθομιλουμένη: από νεύρα)τσιτώνω, τσιτώνομαι ρ αμ
 Rick could feel his neck muscles tensing up, as he became more and more stressed.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση tense up στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «tense up».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!